- θαλεροποιός
- θᾰλεροποιός, ον,A making full of bloom, Sch.Hes.Th.138.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαλεροποιός — θαλεροποιός, όν (Α) αυτός που καθιστά κάτι θαλερό, ζωηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + ποιος (< ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιός, ζωο ποιός] … Dictionary of Greek